αγιόπαιδο

αγιόπαιδο
και αγιοπαίδι, το
1. ήσυχο, υπάκουο παιδί
2. (ειρωνικά) ζωηρό και άτακτο παιδί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”